ΜΕΝΟΥ
ΕΛ ΕΝ
ΕΠΟΜΕΝΟ

Λεωνίδας Λαϊνάκης

Ο Λεωνίδας Λαϊνάκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1984. Από πολύ μικρός διδάχτηκε και μελέτησε ποικίλα μουσικά ιδιώματα, και κυρίως εκείνα της κρητικής μουσικής παράδοσης, την οποία και υπηρετεί πιστά. Ασχολείται ιδιαίτερα με την έρευνα, διάσωση και ανάδειξη της αστικής λαϊκής μουσικής της δυτικής Κρήτης, τα λεγόμενα ταμπαχανιώτικα. Είναι δεξιοτέχνης στο λαγούτο, στο μπουλγαρί και στο τρίχορδο μπουζούκι διατηρώντας και εξελίσσοντας το μπερντελίδικο παίξιμο στο λαγούτο και το μπουλγαρί.

Το 2004 δημιούργησε το δικό του μουσικό σχήμα, το οποίο ερμηνεύει ταμπαχανιώτικα, χανιώτικα και κισσαμίτικα συρτά, παραδοσιακή μουσική από την υπόλοιπη Κρήτη και την Ελλάδα και παλιά ρεμπέτικα και Σμυρναίικα. Συμμετέχει σε συναυλίες και παρουσιάσεις της κρητικής παραδοσιακής μουσικής, φεστιβάλ μουσικής και χορού στην Ελλάδα και το εξωτερικό και διοργάνωσε το μουσικό φεστιβάλ «Ροτόντα» στα Χανιά. Δραστηριοποιείται σε σεμινάρια για χορευτικές ομάδες, στις οποίες διδάσκει τη σχέση μουσικής και χορού στα χανιώτικα συρτά.

Τα τελευταία χρόνια ασχολείται και με την οργανοποιία, ιδιαίτερα με τη διάσωση και αναβίωση της οργανοποιίας του αυθεντικού μπουλγαριού, αλλά και την κατασκευή λαγούτων και άλλων παραδοσιακών οργάνων με μέλημα την υψηλή ποιότητά τους τόσο μουσικά όσο και κατασκευαστικά. Παράλληλα δραστηριοποιείται στη διδασκαλία της παραδοσιακής μουσικής παραδίδοντας μαθήματα μπουλγαριού, λαγούτου και άλλων παραδοσιακών μουσικών οργάνων στο εργαστήρι του. Επίσης, ασχολείται με τη σύνθεση μουσικής έχοντας επενδύσει μουσικά ντοκιμαντέρ και ταινίες, ενώ το 2012 κυκλοφόρησε μαζί με τον πατέρα του και την αδερφή του το βιβλίο «Ταμπαχανιώτικα, Αστικά τραγούδια της Δυτικής Κρήτης», μαζί με ένα δίσκο ακτίνας με 16 γνωστά και ανέκδοτα ταμπαχανιώτικα τραγούδια.

Οργανοποιία

Στην τέχνη της οργανοποιίας μυήθηκε από τον πατέρα του Στέλιο Λαϊνάκη, ο οποίος, μαθητεύοντας κοντά στο Στέλιο Φουσταλιεράκη, κατάφερε να διασώσει και να αναδείξει ένα ιδιαίτερο κρητικό όργανο, το μπουλγαρί. Η κατασκευή και ο τρόπος παιξίματος του αστικού αυτού κρητικού έγχορδου οργάνου θα είχε χαθεί χωρίς την αγάπη, τον ενθουσιασμό και την έρευνα του Στέλιου Λαϊνάκη. Διδάχτηκε τα μυστικά της κατασκευής του από διάφορους παλιούς οργανοποιούς, όπως το Γεώργιο Φραγγεδάκη, και άρχισε να πειραματίζεται, κατασκευάζοντας ο ίδιος μπουλγαριά πάνω στα μέτρα του οργάνου του Στέλιου Φουσταλιέρη, για να πετύχει ένα ήχο το ίδιο καλό με το δικό του. Έσκαβε ατελείωτες ώρες κούτσουρα μαύρης μουρνιάς, που είναι σαν να τον περίμεναν χρόνια για να τους δώσει μορφή και φωνή, προκειμένου να μη χαθεί στο πέρασμα του χρόνου ο ιδιαίτερος ήχος του συγκεκριμένου οργάνου. Ένα άμορφο κούτσουρο μαύρης μουρνιάς που έδωσε μια μέρα ο Στέλιος Λαϊνάκης στο γιο του να επεξεργαστεί, αποτέλεσε την αφορμή για τη συστηματική ενασχόλησή του Λεωνίδα με την οργανοποιία. Μαγεύτηκε από τη μυρωδιά των ξύλων και τον τρόπο επεξεργασίας τους. Δίπλα στον πατέρα του και σε άλλους οργανοποιούς, όπως το Γεώργιο Φραγγεδάκη, το Νικόλαο Μπρα, το Κώστα Κονταξάκη και το Μανώλη Πανηγυράκη, ο Λεωνίδας άρχισε να μαθαίνει την τέχνη της οργανοποιίας. Όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο Κώστας Κονταξάκης, «ο Μανώλης Πανηγυράκης είναι ο δάσκαλος όλων μας μιας και μας έβαλε στον κόσμο των συχνοτήτων και μας έμαθε πώς να συντονίζουμε ένα όργανο». Θεωρεί επίσης δασκάλους του όλους τους παλιούς οργανοποιούς όπως Ζοζέφ Τερζιβασιάν, Εμμανουήλ-Γεώργιος και Λευτέρης Φραγγεδάκης, Θεόδωρος Μουντάκης,  Εμμανουήλ Σταγάκης, Αμπντούλ Καλημεράκης,  Εμμανουήλ Κοπελιάδης, αδερφοί Παναγοί και Απαρτιάν που τους γνώρισε μέσα από τα όργανα τους έχοντας μια τεράστια συλλογή.

Η ενασχόλησή του με την οργανοποιία πηγάζει επίσης από τη δική του ανάγκη του ως μουσικού να βρει το κατάλληλο όργανο. Όντας δηλαδή ο ίδιος μουσικός, μπήκε στη διαδικασία, παρατηρώντας τον ήχο και την τεχνική, να κατασκευάσει ο ίδιος μουσικά όργανα που να ανταποκρίνονται απόλυτα στις δικές του ανάγκες ως ερμηνευτή. Άλλωστε, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «είναι δύσκολο να κατασκευάσει κάποιος ένα μουσικό όργανο, αν δεν το έχει ακούσει και δε το γνωρίζει. Πρέπει να ακούσεις την τάση του οργάνου, το πώς πάλλεται». Ο ίδιος παίζει κάθε όργανο που κατασκευάζει και ελέγχει την υψηλή ποιότητά του τόσο μουσικά όσο και κατασκευαστικά.

Για να υπηρετήσεις την οργανοποιία χρειάζεται αφοσίωση και ηρεμία. Διαλέγει προσεκτικά παλιά ξύλα, όπως μαύρη μουρνιά, κατράμι ή καρυδιά, και αφιερώνει αρκετές ώρες στο εργαστήριο του για τη σχεδίαση και την κατασκευή τους. Τα κριτήρια του στην κατασκευή τους είναι να είναι αρμονικά, εύηχα, ευκολόπαιχτα και καλαίσθητα. Τα όργανα που κατασκευάζει έχουν φυσικό ήχο και αφορούν το παλιό ηχόχρωμα. Είχε παρατηρήσει ότι τις προηγούμενες δεκαετίες, με την εισαγωγή του ηλεκτρικού ήχου, άλλαζε σταδιακά, ειδικά στην Κρήτη, το παίξιμο, το ύφος, το χρώμα, αλλά και η κατασκευή του λαγούτου. Η παρατήρηση αυτή αποτέλεσε μια αφορμή για να αρχίσει να ασχολείται με την οργανοποιία και τη μελέτη όσων παλιών οργάνων είχαν διασωθεί. Τα παλιά όργανα διέφεραν στην κατασκευή τους γιατί ο ήχος έπρεπε να βγαίνει ωραία και δυνατά. Αντίθετα σήμερα, με την ευκολία των μηχανημάτων, ο ήχος του οργάνου έρχεται σε δεύτερη μοίρα και βασικό κριτήριο αποτελεί να είναι εύκολο και ξεκούραστο στα δάχτυλα, γιατί ο ήχος ρυθμίζεται πια από την κονσόλα και τον μαγνήτη.

Ο Λεωνίδας Λαϊνάκης, έχοντας μελετήσει και αφομοιώσει τις γνώσεις, τις τεχνικές και τα μυστικά των παλιών οργανοποιών, ασχολείται ιδιαίτερα με τη διάσωση και αναβίωση της οργανοποιίας του αυθεντικού μπουλγαριού. Το γνήσιο, κρητικό μπουλγαρί είναι ένα πολύ ιδιαίτερο όργανο με χαρακτηριστικό ήχο και μουσικό αποτέλεσμα και κριτήριο για την κατασκευή του είναι κυρίως ο ήχος και η μουσική που παίζει. «Πρότυπα» για την κατασκευή του γνήσιου μπουλγαριού είναι το μπουλγαρί του Φουσταλιέρη, το οποίο μετράει πάνω από 150 έτη και ένα δεύτερο μπουλγαρί, πιθανόν ακόμη παλαιότερο. Επίσης, κατασκευάζει λαγούτα και άλλα παραδοσιακά όργανα, με κύριο μέλημα τον ιδιαίτερο και ποιοτικό ήχο του κάθε οργάνου που κατασκευάζει.

Μαθήματα

Έχοντας μαθητεύσει ο ίδιος δίπλα σε αναγνωρισμένους δεξιοτέχνες της παραδοσιακής μουσικής και με αφετηρία την αγάπη του και το πάθος για τη διάσωση της αυθεντικής μουσικής παράδοσης δραστηριοποιείται στη διδασκαλία της παραδοσιακής μουσικής και μιας σειράς παραδοσιακών οργάνων. Στο εργαστήρι του διδάσκει μπουλγαρί, λαγούτο, λαϊκή κιθάρα, μαντολίνο, μπουζούκι, μπαγλαμά και τζουρά. Διατηρεί και εξελίσσει συγκεκριμένους, παλιούς τρόπους παιξίματος (το μπερντελίδικο και το μπουλγαριτζίδικο παίξιμο στο λαγούτο και στο μπουλγαρί) και διδάσκει τη σχέση μουσικής και χορού στα χανιώτικα συρτά.

Παράλληλα με τη διδασκαλία της θεωρίας της μουσικής (ρυθμούς, δρόμους – κλίμακες, αυτοσχεδιασμό, σκοπούς και τραγούδια), βασικό του μέλημα είναι να κάνει τους μαθητές του μουσικούς. Για τον ίδιο, εκτός από την τεχνική, η ουσία είναι η ψυχή που θα καταφέρει να δώσει κάποιος στο όργανο. Παράλληλα, συμμετέχει με μαθητές του σε μουσικές συναυλίες, όπως η συναυλία «Γενεών Ακούσματα» στην Ανατολική Τάφρο Χανίων τον Αύγουστο του 2017.